- διαφυγών
- διαφεύγωget away fromaor part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πολλαπλασιασμός — ὁ, ΝΜΑ [πολλαπλασιάζω] αύξηση κατά ποσότητα ή μέγεθος νεοελλ. 1. μαθημ. μία από τις θεμελιώδεις πράξεις τής αριθμητικής η οποία γίνεται μεταξύ δύο αριθμών, τού πολλαπλασιαστέου και τού πολλαπλασιαστή, και κατά την οποία σχηματίζεται τρίτος που… … Dictionary of Greek